μιμωδός

μιμωδός
μιμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιμῳδοῖς — μιμῳδός singer of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμῳδούς — μιμῳδός singer of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”